διασαλεύω

διασαλεύω
μετ.
1) прям. , перен. сотрясать, расшатывать; 2) перен. нарушить (покой, порядок и т. п.); § διεσαλεύθη η διάνοια του он сошёл с ума

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διασαλεύω" в других словарях:

  • διασαλεύω — διασαλεύω, διασάλευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διασαλεύω — (AM διασαλεύω) 1. τραντάζω 2. προκαλώ αναταραχή, διαταράσσω («η τάξη έχει διασαλευθεί») αρχ. φρ. 1. «διασαλεύω τοὺς ἤχους» συγχέω 2. «διασεσαλευμένος το βάδισμα» περπατάει με αφύσικα κουνήματα …   Dictionary of Greek

  • διασαλεύω — διασάλεψα, διασαλεύτηκα, διασαλεμένος, τραντάζω, προκαλώ ταραχή και κλονισμό: Η δημόσια τάξη διασαλεύτηκε από τις διαδηλώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασαλεύεσθε — διασαλεύω shake violently pres imperat mp 2nd pl διασαλεύω shake violently pres ind mp 2nd pl διασαλεύω shake violently pres imperat mp 2nd pl διασαλεύω shake violently pres ind mp 2nd pl διασαλεύω shake violently imperf ind mp 2nd pl (homeric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλευθέντα — διασαλεύω shake violently aor part pass neut nom/voc/acc pl διασαλεύω shake violently aor part pass masc acc sg διασαλεύω shake violently aor part pass neut nom/voc/acc pl διασαλεύω shake violently aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλευομένων — διασαλεύω shake violently pres part mp fem gen pl διασαλεύω shake violently pres part mp masc/neut gen pl διασαλεύω shake violently pres part mp fem gen pl διασαλεύω shake violently pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλευόντων — διασαλεύω shake violently pres part act masc/neut gen pl διασαλεύω shake violently pres imperat act 3rd pl διασαλεύω shake violently pres part act masc/neut gen pl διασαλεύω shake violently pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλεῦον — διασαλεύω shake violently pres part act masc voc sg διασαλεύω shake violently pres part act neut nom/voc/acc sg διασαλεύω shake violently pres part act masc voc sg διασαλεύω shake violently pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλεύει — διασαλεύω shake violently pres ind mp 2nd sg διασαλεύω shake violently pres ind act 3rd sg διασαλεύω shake violently pres ind mp 2nd sg διασαλεύω shake violently pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλεύουσι — διασαλεύω shake violently pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασαλεύω shake violently pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διασαλεύω shake violently pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασαλεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασαλεύουσιν — διασαλεύω shake violently pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασαλεύω shake violently pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διασαλεύω shake violently pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διασαλεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»